Ένας πικρός μήνας του μέλιτος
Σου είπαν να φύγεις, να τρέξεις μακριά από ότι σε πληγώνει. Μα εσύ δεν τους άκουσες. Έκανες πάντα το δικό σου, έτσι δεν είναι; Σε πλήγωνε μα εσύ ήσουν εκεί, πόναγες μα δεν έφευγες. Ναι ξέρω θα πεις ότι δεν μπορείς να μάθεις αν δεν πάθεις. Μα πόσες φορές χρειαζόταν να πεθάνεις για να καταλάβεις πως πρέπει να ξαναγεννηθείς; Πόσα χτυπήματα χρειάζονταν για να δεις ποιος είναι ο εχθρός σου; Τώρα ξέρεις; Κι αν πεις ναι γιατί είσαι ακόμη εκεί;Εχθρός … Τον φανταζόσουν με αιχμηρά δόντια, άγριο βλέμμα, σκληρή γλώσσα και φανερές προθέσεις. Μα καρδούλα μου δεν είναι έτσι και το ξέρεις. Ο εχθρός βρίσκεται μέσα σε αυτά που θα αγαπήσεις. Είναι σαν τον διάβολο που μαθαίναμε μικροί, στα όμορφα δεν μας έλεγαν ότι κρυβόταν; Μα εσύ ήθελες να μάθεις.Ήρθε λοιπόν η ώρα να ξορκίσεις τους δικούς σου δαίμονες να ορίσεις φίλους και εχθρούς από την αρχή ξανά. Μα να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα. Μπορεί να σε ξεγελάσει. Μην τον ακούς. Μην πιστέψεις ξανά στα λόγια ή τα δάκρυα του. Μα εσύ εκεί, εξακολουθείς να τηρείς τους όρους του δικού του παιχνιδιού. Εφησυχάζεις ξανά μα εκείνος φτιάχνει στρατιές. Απορείς. Ψάχνεις να βρεις ποιος είναι ο εχθρός του, το θήραμα του. μα δεν το βλέπεις γιατί κοιτάς σε λάθος σημείο. Κοίτα στον καθρέφτη πίσω σου. Εσύ είσαι ο εχθρός του, εσύ είσαι και το θήραμα μαζί. Μην μείνεις εκεί, θα σε φάνε ζωντανή. Φύγε, τρέξε. Ή αν μείνεις να είσαι έτοιμη για τη μάχη. Δεν θα είναι αναίμακτη να το ξέρεις. Στέκεσαι ακόμα. Κοιτάς μια τον εχθρό σου μία την πόρτα. Οι στρατιές είναι ήδη προ των πυλών. Θα φύγεις; Μα εσύ εκεί… Πάντα εκεί. Δεν θα πολεμήσω μαζί σου. Σε αφήνω να κάνεις το δικό σου. Γιατί έτσι πρέπει. Μα θα είμαι εδώ για να απαλύνω τις πληγές σου. Δεν με πιστεύεις το ξέρω. Μα μην ντραπείς να με ζητήσεις όταν πια θα έρθει η ώρα να πρέπει να ξαναβγείς στη ζωή. Με χρειάζεσαι. Μην μείνεις μόνη.Είμαι η καρδιά σου, το μυαλό σου, η συνείδηση σου, ο φύλακας άγγελος σου. Δεν θα μείνω να σε δω να παλεύεις. Συγχώρεσε με για αυτό.Καλή δύναμη …======
Το παραπάνω κείμενο έχει γραφτεί από μία γυναίκα, που επιβίωσε από μια κακοποιητική σχέση. Ανάμεσα στις λέξεις της μπορεί κανείς να διακρίνει τον πόνο, την σύγχυση, τις κατηγορίες προς τον εαυτό για την έλλειψη δύναμης από πλευράς της να φύγει, για την τάση της να συγχωρεί, για την αθωότητά της. Είναι ακριβώς αυτή η αυτοκατηγορία που συντηρεί την παραμονή σε τέτοιους είδους σχέσεις.
Όταν κάποιος γίνει γνώστης τέτοιων κακοποιητικών γεγονότων τείνει κάποιες φορές να αναρωτιέται γιατί μία γυναίκα επίλεξε μία τέτοια σχέση, για ποιο λόγο δεν φεύγει, αναζητούν απαντήσεις στον χαρακτήρα της, στο παρελθόν της. Αυτό που αγνοούν είναι ότι αυτές οι ερωτήσεις στρέφουν την προσοχή στο θύμα, ενισχύοντας την τάση απόδοσης ευθυνών σε αυτό με κίνδυνο ταύτισης με τον επιτιθέμενο.
Ακόμη και αν τις περισσότερες φορές η βία λαμβάνει χώρα πίσω από κλειστές πόρτες, αυτό που συχνά αγνοούμε είναι ότι μία στις 3 γυναίκες και ένας στους 6 άντρες υφίστανται ενδοοικογενειακή βία κάποια στιγμή στην ζωή τους σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει η Nicola Fitzmaurice στο βιβλίο What Can I do.
Η βία αυτή έχει πολλά πρόσωπα. Μπορεί να είναι λεκτική με απειλές ή κατηγορίες, ενώ συνοδεύεται από σταδιακή απομόνωση από συγγενείς και φίλους και οικονομική εξάρτηση από τον θύτη. Μπορεί να είναι συναισθηματική, που εκφράζεται με την έλλειψη συναισθηματικής διαθεσιμότητας και συμπόνιας, με ενδόμυχο στόχο την ενίσχυσης της εξάρτησης του θύματος. Μπορεί να είναι ακόμη και σωματική ή σεξουαλική, ενώ σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις φτάνει ως την γυναικοκτονία.
Μία κακοποιητική σχέση δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή από την αρχή. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις όπως είναι κάποια σημάδια ζήλιας και τάση ελέγχου, αλλά και η γρήγορη εμπλοκή στην σχέση, που μπορεί να ερμηνευθούν από την πλευρά του θύματος ως έντονο ενδιαφέρον. Ο θύτης επιλέγει προσεκτικά τα θύματα του με στόχο να έχει εκείνος τον έλεγχο διατηρώντας την βαθιά πεποίθηση ότι οι δικές του ανάγκες είναι και αυτές που οφείλουν να αποτελούν προτεραιότητα, ενώ σαν τον κυανοπόγωνα του μύθου τιμωρεί εκείνες που δεν συμμορφώνονται στα θέλω του.
Όταν πλέον η σχέση έχει εδραιωθεί αυτά που άλλοτε ήταν τα σημεία της συντρόφου του, που εξήρε, γίνονται πλέον πηγή εντάσεων.
Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται μία διαρκής ένταση στην σχέση με απειλές ή κατηγορίες, ενώ το θύμα αισθάνεται άγχος. Ακολουθούν διαφωνίες και εντάσεις, που ενεργοποιούν το στάδιο της βίας, κατά το οποίο ο θύτης εκρήγνυται και επιτίθεται λεκτικά και σωματικά, ενώ κατηγορεί το θύμα για αυτό υποστηρίζοντας ότι κάποια συμπεριφορά τον οδήγησε σε αυτή την έκρηξη. Σύντομα ζητά συγνώμη και προσπαθεί έμπρακτα για την συγχώρεση με “επιθέσεις” αγάπης, που ακολουθούνται από ένα διάστημα ηρεμίας, που απαντάται στην βιβλιογραφία ως ο “μήνας του μέλιτος”. Το θύμα παραπλανείται με αυτόν τον τρόπο θεωρώντας ότι ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, ενώ η ελπίδα ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί “σκεπάζει” τον φόβο του και η αυτο-κατηγορίες εξαφανίζουν τον όποιο θυμό.
Η ολοένα και συχνότερη επανάληψη του κύκλου της βίας αυξάνει την ένταση της διαφωνίας και των επιθέσεων, ενώ ο πικρός ¨μήνας του μέλιτος” μειώνεται σε διάρκεια.
Όσο πυκνώνουν οι εντάσεις, το θύμα απευαισθητοποιείται στο τραύμα χωρίς να διαισθάνεται πλέον τον κίνδυνο, ενώ αυτό που συχνά αγνοεί είναι ότι δεν φταίει εκείνο για όσα βιώνει. Ο φόβος του το εμποδίζει από οποιαδήποτε ενέργεια που θα προκαλέσει τον θυμό του θύτη, με αποτέλεσμα συχνά να μην μοιράζεται αυτό που βιώνει, το οποίο και ελαχιστοποιεί έχοντας αρχίσει να πείθεται ότι το προκαλεί και ευθύνεται για αυτό. Έτσι αντί να λαμβάνει αίσθημα ασφάλειας από την σχέση, έρχεται αντιμέτωπη με τον πόνο, τον φόβο και την ντροπή.
Μία γυναίκα χρειάζεται υποστήριξη για να μπορέσει να αναγνωρίσει την κακοποίηση και να αποποιηθεί των ευθυνών, που έχει συνηθίσει να αποδίδει τόσο καιρό στον εαυτό της. Γιατί δεν είναι μόνο ο θύτης που συμβάλλει σε αυτό μα και πολλές κρυμμένες ή φανερές πεποιθήσεις της κοινωνίας.
Μίας κοινωνίας που ηθελημένα ή μη γίνεται και εκείνη θύτης απορώντας τι δουλειά είχε μία κοπέλα ξημερώματα μόνη της, σχολιάζοντας τα ρούχα ενός θύματος βιασμού, κατηγορώντας την γυναίκα για γκρίνια που φτάνει τον θύτη στα όρια του, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να χαρακτηρίζει μία δολοφονία ως έγκλημα πάθους ή κακιά στιγμή.