Illustration

Ζώντας τα συναισθήματα

Γενιές ολόκληρες έχουν αποκοιμηθεί ή ηρεμήσει σε κάποια αγκαλιά με το γλυκό άκουσμα του “Σώπα…”. Σώπα μην κλαις, σώπα μην φωνάζεις… Κάπως έτσι μεγαλώσαμε επιλέγοντας τη σιωπή.
Άλλοι πάλι μεγάλωσαν με ανταλλάγματα για να σταματήσουν τη στενοχώρια ή το θυμό. Έσπασε το αγαπημένο σου παιχνίδι; Μην κλαις θα σου πάρω άλλο. Αν σταματήσεις να φωνάζεις θα σου πάρω παγωτό.
Μάθαμε από μικροί να κρατάμε τη λύπη και το θυμό για τον εαυτό μας, να βιαζόμαστε να κρατήσουμε τα δάκρυα και την ένταση για να μην φορτιστεί το περιβάλλον ή για να κερδίσουμε κάτι. Μάθαμε να ζητάμε ανταλλάγματα για να σταματήσουμε. Γιατί κάποιος δεν επέτρεπε, κάποιος δεν άντεχε αυτά τα συναισθήματα.
Έτσι μεγαλώσαμε με πεποιθήσεις που νομιμοποιούν τη συγκράτηση των δυσάρεστων συναισθημάτων. Βαφτίσαμε το κλάμα αδυναμία, το θυμό κακό σύμβουλο.
Μα ο θυμός και η λύπη εμφανίζονται ξανά, σε κάθε συνθήκη που νιώθουμε ότι παραβιάζονται τα όρια μας ή βιώνουμε οποιασδήποτε μορφής απώλεια. Εμφανίζονται για να μας προστατέψουν, για να μας βοηθήσουν να διαχειριστούμε την μπλοκαρισμένη μας ενέργεια. Μα εμείς αντ’ αυτού συνεχίζουμε να προσπαθούμε να τα καταχωνιάσουμε στο βάθος του νου θεωρώντας τα εχθρούς της ηρεμίας, της δικής μας και των άλλων.
Δεν κλαίμε λοιπόν για να μην μας πουν αδύναμους ή ευαίσθητους. Δεν εκφράζουμε το θυμό μας από φόβο για την αντίδραση των άλλων. Φανταζόμαστε ότι αν αρχίσουμε να βιώνουμε το συναίσθημά μας, αυτό δεν θα έχει σταματημό επιλέγοντας και πάλι τη σιωπή του “δεν πειράζει”, του “δε βαριέσαι”, της “ανωτερότητας”, της “αυτοθυσίας”.
Τότε είναι που τα συναισθήματα μας θα ψάξουν κάποιον εναλλακτικό τρόπο να εκφραστούν και να εκτονώσουν την ενέργεια που έχει μπλοκαριστεί, ώστε να ανακουφιστεί και να ισορροπήσει ο οργανισμός. Μεταμορφώνονται σε σωματικά συμπτώματα παίρνοντας τη μορφή ημικρανίας, κοιλιακού άλγους, ταχυκαρδίας, εφίδρωσης ακόμη και αυτοάνοσων ασθενειών.
Η Katie M. Maclaughlin περιγράφει με μεστό τρόπο τη διαδικασία διαχείρισης των παιδικών συναισθημάτων αντιπαραβάλοντας τη λύπη με ένα τρένο που περνάει μέσα από ένα τούνελ. Την ώρα που κάποιο παιδί, και κατ’ επέκταση οποιοσδήποτε άνθρωπος, έρχεται αντιμέτωπο με ένα γεγονός που το στενοχωρεί ή το θυμώνει, βρίσκεται στην αρχή του τούνελ.
Αν ο γονιός προσπαθήσει να λύσει το “δράμα” προσφέροντας μία γρήγορη λύση προς αναστροφή του συναισθήματος, το παιδί δεν θα μάθει πως να έρχεται σε επαφή με το συναίσθημα του, αφού δεν έχει αφεθεί να το βιώσει.
Έτσι θα ψάχνει στο μέλλον αντίστοιχους τρόπους να διαχειριστεί τα έντονα συναισθήματα επιλέγοντας να κάνει κάτι άλλο για να ξεχαστεί. Αν όμως ο γονιός μείνει δίπλα του επιτρέποντας στο παιδί να βιώσει και να εκφράσει το συναίσθημα του περνώντας μέσα από το συναισθηματικό “τούνελ”, η ηρεμία θα επανέλθει και τότε θα είναι σε θέση να συζητήσει πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος προς επίλυση είτε αυτό είναι το γεγονός ότι έχασε το αγαπημένο του αρκουδάκι είτε ότι δεν ήθελε να φύγει από την παιδική χαρά.
Μεγαλώνοντας δεν θα φοβάται τα συναισθήματά του και θα τα αφήνει να εκφραστούν χωρίς να ψάχνει γρήγορους τρόπους ανακούφισης. Θα μπορεί να κλάψει δυνατά όταν πονάει ή στενοχωριέται. Θα δηλώνει το θυμό του επιτρέποντας στους γύρω του να τον γνωρίσουν καλύτερα και να μάθουν τι είναι αυτό που δεν θα ήθελε να επαναλάβουν.
Αν όμως δεν έχει βιώσει αυτή τη διαδικασία μπορεί μέσω της θεραπείας να έρθει σε επαφή με όλα τα συναισθήματα. Ο θεραπευτής θα στέκει δίπλα του για να τον βοηθήσει να τα βιώσει, να τα ονοματίσει, να δει την επίδραση της μη έκφρασης στο σώμα και εν τέλει να τα απενοχοποιήσει.
Μυρτώ Φραγκάτου, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια