Illustration

Το κυνήγι του ιδανικού εαυτού

Οι περισσότεροι άνθρωποι επιθυμούν να αλλάξουν. Φαντάζονται την αλλαγή ως μία μεταμόρφωση που θα επηρεάσει αντίστοιχα και τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους. Όσο όμως παιδεύονται να γίνουν πιο δυναμικοί, πιο διαλλακτικοί, πιο θαρραλέοι, πιο ευαίσθητοι, πιο προσεκτικοί, σύντομα και σε συνθήκες stress επιστρέφουν στην μαθημένη συμπεριφορά τους. Και αυτό γιατί η αλλαγή δεν είναι κάτι που γίνεται με βία, ούτε μπορούμε να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε αναπτύξει έναν ψευδή εαυτό γιατί αυτό μας βοήθησε κάποτε να επιβιώσουμε και να λάβουμε αποδοχή από τους σημαντικούς άλλους της ζωής μας.
Όπως περιγράφει ο Beisser στο άρθρο του το παράδοξο της αλλαγής, οι άνθρωποι έρχονται στην θεραπεία με μία επιθυμία να αλλάξουν, ενώ βρίσκονται σε μία εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που θα έπρεπε να είναι και σε αυτό που νομίζουν ότι είναι.
Έχουμε κάποιες πεποιθήσεις για τον εαυτό μας σε σχέση με αυτά που έχουμε ακούσει ή βιώσει στο παρελθόν χωρίς να είμαστε σε θέση να δούμε τα σκιασμένα κομμάτια της ύπαρξης μας.
Πόσο εύκολο είναι για κάποιον που άκουγε συνεχώς ότι είναι ντροπαλός ή που λάμβανε διαρκή κριτική με το παραμικρό να σταθεί με θάρρος και να εκφράσει ανοιχτά την άποψή του; Πόσο εφικτό είναι για κάποιον να εκφράσει τα συναισθήματά του, όταν έχει εσωτερικεύσει ότι η ευαισθησία και η ευαλωτοτητα είναι αδυναμία;
Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα τέτοιων εσωτερικευμένων πεποιθήσεων, που επηρεάζουν την ύπαρξη μας στο σήμερα, με αποτέλεσμα να νομίζουμε ότι στερούμαστε κάποιας δεξιότητας και να παλεύουμε να πετύχουμε το ακριβώς αντίθετο, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά να είναι επιτηδευμένη και να προσπαθούμε να εφεύρουμε έναν νέο ιδανικό για εμάς, ψευδή όμως και πάλι, εαυτό. Όσο υπάρχει ακόμη στο φόντο η “ταμπέλα” που μας είχε κάποτε χρεωθεί είναι αδύνατον να αναγνωρίσουμε ότι κάποιες από τις ιδιότητες που παλεύουμε να αποκτήσουμε υπάρχουν ήδη μέσα στο δυναμικό μας χωρίς να τις έχουμε εξασκήσει ή χωρίς να τις συνειδητοποιούμε. Υπάρχει μία υπέροχη ιστορία του ψυχοθεραπευτή Gestalt Χόρχε Μπουκάι, “Τα παιδιά ήταν μόνα”, που αναφέρεται σε ένα περιστατικό, όπου η μητέρα ενός εξάχρονου παιδιού και ενός μωρού αναγκάζεται να τα αφήσει με μία babysitter. Η τελευταία κλειδώνει την πόρτα του δωματίου τους, ενόσω αυτά κοιμούνται, για να βγει με το φίλο της, σχεδιάζοντας να επιστρέψει πριν ξυπνήσουν. Κάποια στιγμή το διαμέρισμα παίρνει φωτιά και το εξάχρονο αγόρι ανακαλύπτει ότι δεν μπορεί να ανοίξει την πόρτα. Προς το τέλος της ιστορίας οι πυροσβέστες που έσβησαν την φωτιά έχουν μείνει έκπληκτοι από το πως τελικά το μικρό παιδί κατάφερε να σπάσει το παράθυρο με μία κρεμάστρα, να φορτωθεί το μωρό στην πλάτη του, και να κατέβει από το δέντρο, με τον συγγραφέα να αποδίδει αυτό το κατόρθωμα στο ότι δεν ήταν κάποιος εκεί να του πει ότι δεν μπορεί.
Όταν ανακαλύψουμε ότι η εαυλωτότητά μας είναι υπαρκτή και ότι είχαμε μάθει να την καταπιέζουμε για να μην μας θεωρήσουν αδύναμους, θα αρχίσουμε σταδιακά να ερχόμαστε σε επαφή με αυτή την ιδιότητα του εαυτού μας και να αποδεχτούμε ότι δεν μπορούμε ακόμη τουλάχιστον να την εξασκήσουμε. Τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε ότι η ντροπή μας συνδέεται με την κριτική, που έχουμε λάβει, αντιλαμβανόμαστε ότι η έλλειψη θάρρους που καταλογίζουμε στον εαυτό μας είναι μία μαθημένη συμπεριφορά, ώσπου να επιτρέψουμε κάποτε στον εαυτό μας να φανεί προς τα έξω και να εκφραστεί.
Πράγματι, μη αποδεχόμενοι ποιοι στα αλήθεια είμαστε, η αλλαγή δεν είναι εφικτή. Αντίθετα γίνεται δυνατή, όταν εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε. Και αυτό γιατί για να μπορέσουμε να βαδίσουμε προς μία κατεύθυνση, είναι σημαντικό να δούμε που πραγματικά βρισκόμαστε. Μόνο έτσι θα βρεθούμε μπροστά σε μία πληθώρα δυνατοτήτων που μπορούμε σιγά - σιγά να εξερευνήσουμε χωρίς βιασύνη.
Μυρτώ Φραγκάτου, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια
Πηγές:Ιστορίες να σκεφτείς, Χόρχε ΜπουκάιParadoxical theory of change, Arnold Beisser