Illustration

Πινόκιο: μία παραβολή για την διαδρομή προς τον εαυτό

Η ιστορία του Πινόκιο είναι μία ωραία μεταφορά της διαδρομής της θεραπείας, της διαδρομής από τον κατακερματισμό προς την πληρότητα. Πολλοί μύθοι ανά τον κόσμο πραγματεύονται το ζήτημα της απώλειας και της ανάγκης να φτάσει κανείς σε ένα σημείο πληρότητας όντας σε επαφή με τον εαυτό και τους άλλους.
Πρόκειται για αυτή την νοσταλγία, όπως λέει ο T.S. Eliot, την επιθυμία να επιστρέψουμε στο μέρος, από όπου ξεκινήσαμε, και να το γνωρίσουμε σαν να ήταν η πρώτη φορά. Είναι η νοσταλγία του εσωτερικού παιδιού, που αναζητά έναν γονέα που θα το δει και θα το αποδεχτεί όπως είναι. Η ιστορία του Πινόκιο μιλάει για αυτό το κενό, για αυτή την ανάγκη που υπάρχει σε κάθε παιδί και σε κάθε ενήλικα.
Στην αρχή της ιστορίας συναντάμε τον Πινόκιο στο ξεκίνημα της ζωής του. Μία ξύλινη φιγούρα, που μπορεί μεταφορικά να αναπαριστά την ευαλωτότητα, την ανάγκη να μην πληγωθεί. Και όμως όποιον και να συναντήσει ο Πινόκιο, τον πληγώνει. Η ιστορία ξεκινάει με τον τραυματισμό του, που συμβολίζει το πρώιμο τραύμα της έλλειψης συντονισμού και σύνδεσης. Άλλωστε δεν νομίζω ότι υπάρχει παιδί που να ξεφεύγει από κάποιο είδους τραύματος. Κατά την παιδική ηλικία συχνά χάνουμε την επαφή με τον εαυτό, αυτή την ζωτική διαδικασία που καθορίζει το ποιοι είμαστε. Ερχόμαστε σε αυτό τον κόσμο εξαιτίας της επιθυμίας των γονέων, αν και αυτό δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος αυτών. Αυτό ισχύει και για τον Πινόκιο. Ο Τσεπέτο τον δημιούργησε γιατί ήθελε μία κούκλα. Δεν είχε ανάγκη από ένα αληθινό παιδί. Ήθελε μία κούκλα που να κάνει ό,τι της λέει’ να χορεύει, να κάνει τούμπες και ό,τι άλλο χρειαστεί για να τον διασκεδάσει.
Έτσι, ο Πινόκιο έρχεται σε αυτό τον κόσμο χάριν στην ναρκισσιστική ανάγκη του Τσεπέτο, του δημιουργού του, του πατέρα του. Έρχεται στην ζωή για να ικανοποίησει την επιθυμία του πατέρα του, να είναι η κούκλα που θα τον διασκεδάσει, να είναι ακριβώς εκείνο το παιδί που ονειρεύεται ο Τσεπέτο.
Σύντομα όμως, από την αρχή της ύπαρξης του παρεκκλίνει από αυτή την προσδοκία. Σταδιακά χάνει την επαφή με τον εαυτό και με τον κόσμο γύρω του. Στην προσπάθεια του να προστατευτεί, να μην είναι πια κούκλα, μπλέκει σε μπελάδες και αρχίζει να ξεδιπλώνεται η ιστορία του. Τι κάνει λοιπόν ο Πινόκιο για να είναι ο εαυτός του και όχι η κούκλα του Τσεπέτο; Κόβει την επαφή, το σκάει. Και όμως αυτό είναι και η αρχή της προσπάθειας επιστροφής προς τον εαυτό. Χάνει την στήριξη του και καταλήγει σε κακοποιητικές σχέσεις, όπου τον εκμεταλλεύονται. Είναι εύπιστος, καταλήγοντας να μην μπορεί να ικανοποιήσει πλέον ούτε τις βασικές του ανάγκες. Κανείς δεν τον βοηθάει. Όταν πια επιστρέφει σπίτι πεινασμένος και κουρασμένος, πέφτει σε βαθύ ύπνο. Επειδή όμως κάνει κρύο πλησιάζει την φωτιά και το πόδι του καίγεται, όσο κοιμάται, χωρίς να το συνειδητοποιήσει. Το επόμενο πρωί, ο Πινόκιο δεν μπορεί ούτε να σηκωθεί πια. Έχει χάσει την γείωσή του, την ισορροπία του. Πέφτει. Εδώ μπορεί κανείς να δει το απευαισθητοποιημένο παιδί. Υπάρχουν παιδιά που έχουν χάσει την επαφή με το σώμα τους, τις αισθήσεις τους, όπως ακριβώς και ο Πινόκιο. Κάπου εδώ ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος της ιστορίας με έναν πληγωμένο ΠΙνόκιο, ο οποίος νιώθει ντροπή και έχει χάσει την επαφή με τον εαυτό του. Δεν μπορεί πλέον να έρθει σε επαφή με τους άλλους για να καλύψει τις ανάγκες του, ούτε να ανακαλύψει ποιος είναι μέσα από την επαφή με τους άλλους. Στο δεύτερο μέρος της ιστορίας, εμφανίζεται η ελπίδα. Εκεί που νομίζει κανείς ότι ο Πινόκιο έχει χαθεί, τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν. Συναντά μία αλεπού και μία γάτα που παριστάνουν τους ζητιάνους, οι οποίες προσπαθούν να του αποσπάσουν χρήματα. Έχει καταφέρει να αποκτήσει κάποια χρυσά νομίσματα, και προσπαθεί να επιστρέψει στο σπίτι του για να τα δώσει στον πατέρα του. Μα συναντά την αλεπού και την γάτα, που προσπαθούν να τον παραπλανήσουν λέγοντας του ότι υπάρχει ένα μαγικό μέρος, που μπορεί να φυτέψει τα χρήματα του, και έτσι θα φυτρώσει ένα δέντρο με χρυσά νομίσματα. Στην αρχή είναι σκεφτικός, όπως σύντομα πείθεται και φυσικά χάνει όλα του τα χρήματα. Το σκάει ξανά, και τον ξαναβρίσκουν. Τον πιάνουν και τον κρεμάνε από ένα δέντρο περιμένοντας ότι τα χρήματα θα βγουν από το στόμα του. Και τότε ο Πινόκιο σταματά να αναπνέει.
Εκεί που νομίζουν όλοι ότι ο Πινόκιο θα πεθάνει, εμφανίζεται η νεράιδα. Σε αυτό το σημείο ακριβώς είναι που ξεκινά το ταξίδι προς τον εαυτό, η διαδρομή προς την πληρότητα. Η σχέση με την νεράιδα διατηρείται σε όλη την υπόλοιπη ιστορία και είναι η πρώτη αληθινή σχέση που έχει με κάποιον που τον βλέπει, τον νοιάζεται και τον αποδέχεται για αυτό ακριβώς που είναι. Η νεράιδα δεν βλέπει μόνο ποιος είναι αλλά και ποιος μπορεί να γίνει, ένα αληθινό αγόρι. Μέσα από αυτή την σχέση αρχίζει να ξυπνά η ανάγκη του να γίνει αληθινός.
Μέχρι τότε δεν ήταν παρά μία κούκλα που προσπαθούσε να ξεφύγει από όλους και από όλα. Αλλά η νεράιδα τον νοιάζεται. Τον κατεβάζει από το δέντρο φανερά ανήσυχη αν ζει ή όχι. Κάποια ζώα ανακαλύπτουν ότι είναι ζωντανός και τότε ο Πινόκιο έρχεται σε επαφή με την ντροπή ακούγοντας τα λόγια τους “είναι κακό παιδί, δεν νοιάζεται για τον πατέρα του, το σκάει”, “το ξέρω αυτό το παιδί. Είναι μία κούκλα που το σκάει διαρκώς. Έχει κάνει απαίσια πράγματα”. Και τότε ο Πινόκιο κλαίει από ντροπή. Είναι η πρώτη φορά που κλαίει, που έρχεται σε επαφή με την ευαλωτότητά του. Μέσα από αυτή την εμπειρία και την αποδοχή που εισπράττει από την νεράιδα, αντί για την συνήθη απόρριψη, αρχίζει να αλληλεπιδρά μαζί της.
Όσο η ιστορία συνεχίζεται, η νεράιδα του παρουσιάζει την πιθανότητα να γίνει ένα αληθινό αγόρι, αν και ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος. Τον προσκαλεί να επανασυνδεθεί με τον πατέρα του. Η σχέση με την νεράιδα διατηρείται σε όλη την ιστορία και είναι αυτή η θεραπευτική διάσταση της σχέσης, μέσω της οποίας το παιδί μεταμορφώνεται σταδιακά σε κάτι υπέροχο. Η διεργασία βέβαια της αυτο-υποστήριξης και της αυτογνωσίας είναι ένα μακρύ ταξίδι.
Λίγο αργότερα, ο Πινόκιο φτάνει στα άκρα. Από ένα βουνό βλέπει τον Τσεπέτο, που τον αναζητά, να παλεύει με τα κύματα. Μα δεν είναι ακόμη έτοιμος να πηδήξει στην θάλασσα. Τότε είναι που γοητεύεται από την Παιχνιδοχώρα, που του επιτρέπει να μην έρθει αντιμέτωπος με την αβεβαιότητα της θάλασσας. Η Παιχνιδοχώρα τρέφει τις ελπίδες του να μείνει για πάντα παιδί χωρίς υποχρεώσεις. Στην πορεία όμως ο Πινόκιο μαζί με τον φίλο του μεταμορφώνεται σε γάιδαρο και παίρνει ένα ακόμη μάθημα.
Ξαφνικά, βρίσκεται μέσα στην θάλασσα με μία πέτρα στο λαιμό του, γιατί αυτός που τον αγόρασε θέλει το δέρμα του. Τότε συμβαίνει ένα μικρό θαύμα, σαν αυτά που συμβαίνουν τυχαία στις ζωές μας και ξαφνικά φέρνει τις κατάλληλες συνθήκες. Όντας μέσα στην θάλασσα τα μικρά ψάρια αρχίζουν να τρώνε το σώμα του γαιδάρου, με αποτέλεσμα το σώμα του ΠΙνόκιο να εμφανιστεί και πάλι. Όταν ο άνθρωπος, που τον αγόρασε, προσπαθεί να ανασύρει το νεκρό σώμα του ζώου, συναντά ξαφνικά τον Πινόκιο, που του εκμυστηρεύεται την ιστορία του και έπειτα πέφτει και παλι στο νερό. Τότε είναι που τον καταπίνει η φάλαινα. Συμβολικά θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό είναι μία μεταφορά του να παραδοθεί κανείς στα βάθη του εαυτού του ώστε να αναδυθούν οι πιθανότητες μεταμόρφωσης του σε έναν νέο τρόπο ύπαρξης. Μία επανασύνδεση με τον πραγματικό εαυτό.
Μέσα στην κοιλιά της φάλαινας συναντά όλα όσα είχε “καταπιεί αμάσητα”. Και όμως μέσα σε αυτή την δύσκολη συνθήκη συμβαίνει κάτι καινούριο. Ο Πινόκιο υποστηρίζει τον εαυτό του μέσα σε αυτή την εμπειρία. Μπορεί να υπάρχει ακόμη η ανησυχία και ο φόβος, όμως πλέον έχει βρει έναν σκοπό, μία εστίαση. Αρχίζει να διερωτάται τι θα κάνει, και έτσι εμφανίζεται η επίγνωση των επιλογών του. Εκεί είναι που συναντά ξανά και τον πατέρα του, όπως ακριβώς τον έχει εσωτερικεύσει, ο οποίος κάθεται σε ένα τραπέζι και γράφει. Συναντιούνται με έναν νέο τρόπο, συνεργάζονται. Ακόμη και ο Τσεπέτο είναι πια διαφορετικός, στηρίζεται πια στον Πινόκιο, δεν του λέει τι να κάνει ή τι να μην κάνει, δεν του λέει ότι είναι κακό παιδί. Τότε ο Πινόκιο δεν είναι πια κούκλα, αρχίζει και δρα. Λέει στον Τσεπέτο “μην ανησυχείς μπαμπά, θα βρούμε έναν τρόπο να φύγουμε από εδώ”. Και τότε ο Πινόκιο του λέει “ακολούθησε με, θα μας βγάλω από εδώ”. Στην διαδρομή έχει μάθει πολλά. Δεν είναι πια ο Πινόκιο, που το σκάει από τον πατέρα του αναζητώντας την φροντίδα του. Ο Τσεπέτο τον εμπιστεύεται. Κρατιούνται χέρι - χέρι και φτάνουν μέχρι το στόμα της φάλαινας.
Είναι όπως εκείνη η στιγμή της θεραπείας, που ο άνθρωπος καλείται να “μασήσει” και να αφομοιώσει ότι ως τώρα είχε ενδοβάλλει άκριτα, απορρίπτοντας αυτά που δεν του ταιριάζουν και δεν είναι θρεπτικά για τον εαυτό του στο τώρα του. Όταν καταφέρνουν να βγουν, ανακαλύπτει ότι ο Τσεπέτο δεν ξέρει να κολυμπά. Ο Πινόκιο όμως πια έχει μάθει πολλά για τον εαυτό του. Ξέρει ότι είναι ελαφρύς, ότι είναι από ξύλο, άρα μπορεί και επιπλέει. Έτσι, καλεί τον πατέρα του να στηριχτεί πάνω του για να βγουν στην επιφάνεια. Αρχίζει να κουράζεται και να χάνει το κουράγιο του, οπότε αρχίζει να αναρωτιέται αν θα τα καταφέρει. Τότε είναι που αρχίζει να αξιοποιεί πια και τις εξωτερικές διαθέσιμες πηγές. Εμφανίζεται ένα ψάρι και ανεβαίνουν στην πλάτη του για να τους βγάλει στην ακτή. Μα αυτό δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Όπως και στην θεραπεία, υπάρχει μία περιόδος όπου κουβαλάμε τις νέες εμπειρίες στην καθημερινότητα μας. Ο Πινόκιο δεν γίνεται αμέσως αληθινό παιδί. Περνάει ένα διάστημα στην ακτή, όπου ο Πινόκιο αποχωρίζεται την ιδέα και την ελπίδα να γίνει αληθινό παιδί. Αυτή του η επιθυμία έχει πια σταματήσει να αποτελεί τον σκοπό της ζωής του, ενώ αυτό που έχει γίνει πλέον μορφή για εκείνον είναι να σχετιστεί με τον εαυτό του και τους άλλους. Αρχίζει να νοιάζεται για τους άλλους, και να ζει την καθημερινότητά του πιο ολόκληρα, ώσπου κάποτε ξυπνά σε πραγματικό σώμα. Έχει πια αποχωριστεί τον ψευδή εαυτό και είναι σε σύνδεση με την πραγματική ύπαρξη του.
Όπως περιγράφει ο Beisser στο άρθρο του το παράδοξο της αλλαγής, κάπως έτσι έρχονται και οι άνθρωποι στην θεραπεία με μία επιθυμία να αλλάξουν, ενώ βρίσκονται σε μία εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που θα έπρεπε να είναι και σε αυτό που νομίζουν ότι είναι. Κουβαλάνε μέσα τους ένα πλήθος εσωτερικευμένων πεποιθήσεων, που επηρεάζουν την ύπαρξη τους στο σήμερα, όπως ακριβώς και ο Πινόκιο που πιστεύει ότι είναι κακό παιδί επειδή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του Τσεπέτο. Έτσι, φτάνουν να νομίζουν ότι στερούνται κάποιας δεξιότητας, παλεύουν να πετύχουν το ακριβώς αντίθετο, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά να είναι επιτηδευμένη, αφού προσπαθούν να εφεύρουν έναν νέο ιδανικό για εκείνους, ψευδή όμως και πάλι, εαυτό.
Όμως, μη αποδεχόμενοι ποιοι στα αλήθεια είμαστε, η αλλαγή δεν είναι εφικτή. Αντίθετα γίνεται δυνατή, όταν εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε. Και αυτό γιατί για να μπορέσουμε να βαδίσουμε προς μία κατεύθυνση, είναι σημαντικό να δούμε που πραγματικά βρισκόμαστε. Μόνο έτσι θα βρεθούμε μπροστά σε μία πληθώρα δυνατοτήτων που μπορούμε να εξερευνήσουμε σιγά - σιγά χωρίς βιασύνη.
Μυρτώ Φραγκάτου, Ψυχολόγος MSc - Ψυχοθεραπεύτρια
Πηγές:- Paradoxical theory of change, Arnold Beisser- The heart of development, G. Wheeler & M. McConville